Η φορολογική διοίκηση εξετάζει εξονυχιστικά, μέσω του νέου αυτοματοποιημένου συστήματος ελέγχου προσαύξησης περιουσίας BANCAPP, 1.000 τραπεζικούς λογαριασμούς φορολογουμένων που είναι ύποπτοι για φοροδιαφυγή και διακίνηση «μαύρου χρήματος».
Πρόκειται για περιπτώσεις πολιτών που εμφανίζουν πολύ χαμηλά εισοδήματα στις δηλώσεις τους, αλλά κατέχουν τραπεζικές καταθέσεις που φτάνουν ή ξεπερνούν τις 300.000 ευρώ, τη στιγμή που δηλώνουν στην Εφορία ετήσια εισοδήματα κάτω των 10.000 ευρώ.
Τα πρώτα στοιχεία από τη λειτουργία του νέου ψηφιακού εργαλείου της ΑΑΔΕ δείχνουν την ισχύ του: το σύστημα συλλέγει πληροφορίες απευθείας και σε πραγματικό χρόνο από τα τραπεζικά ιδρύματα, τις διασταυρώνει με τις δηλωμένες φορολογικές πληροφορίες και εντοπίζει άμεσα σημαντικές ασυμφωνίες μεταξύ εισοδημάτων και τραπεζικών υπολοίπων.
Όσοι εντοπίζονται να διαθέτουν εισοδήματα που δεν δικαιολογούνται από τις φορολογικές δηλώσεις τους, αντιμετωπίζουν βαρύτατες συνέπειες. Κάθε προσαύξηση περιουσίας από παράνομες, αδικαιολόγητες ή άγνωστες πηγές θεωρείται εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα και φορολογείται με συντελεστή 33%.
Το BANCAPP (Bank Account Nexus Crosscheck Application), που τέθηκε σε εφαρμογή περίπου έναν χρόνο πριν, επιτρέπει στους ελεγκτές να έχουν πρόσβαση όχι μόνο σε τραπεζικούς λογαριασμούς, αλλά και σε θυρίδες, καθώς και σε ηλεκτρονικά πορτοφόλια, προσφέροντας λεπτομερή εικόνα για την οικονομική κατάσταση των ελεγχόμενων.
Με την έκδοση εντολής για έλεγχο εισοδημάτων και περιουσιακών στοιχείων, αποστέλλεται αυτόματα -χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση– αίτημα άρσης τραπεζικού απορρήτου. Η ΑΑΔΕ λαμβάνει εντός δύο ημερών πλήρη τραπεζικά και περιουσιακά δεδομένα για την τελευταία πενταετία.
Το αυτοματοποιημένο αυτό σύστημα απλοποιεί σημαντικά τη διαδικασία προσδιορισμού της φορολογητέας ύλης. Οι ελεγκτές επεξεργάζονται τα τραπεζικά δεδομένα και τα συγκρίνουν με τα δηλωμένα εισοδήματα, ελέγχοντας κατά πόσο δικαιολογούνται οι καταθέσεις, τα περιουσιακά στοιχεία και οι δαπάνες διαβίωσης.
Η διαδικασία άρσης τραπεζικού απορρήτου απαιτεί τη συμπλήρωση του ΑΦΜ του φυσικού ή νομικού προσώπου, και προϋποθέτει την ολοκλήρωση όλων των εγκεκριμένων ελεγκτικών βημάτων που προβλέπονται για την άρση του απορρήτου.
Τα στάδια του ελέγχου
Αφού εκδοθεί εντολή ελέγχου, το αίτημα προωθείται αυτόματα μέσω του ηλεκτρονικού κόμβου διασύνδεσης της ΑΑΔΕ προς τις τράπεζες και τους λοιπούς υπόχρεους φορείς. Οι αποδέκτες έχουν προθεσμία δύο εργάσιμων ημερών για να αποστείλουν τα απαιτούμενα δεδομένα —εκτός αν το αίτημα καλύπτει περίοδο άνω των πέντε ετών, οπότε η προθεσμία επεκτείνεται σε πέντε εργάσιμες ημέρες.
Η επικοινωνία μεταξύ ΑΑΔΕ και υπόχρεων γίνεται μέσω των τεχνολογικών υποδομών της «Τειρεσίας Α.Ε.». Όλες οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται είναι κρυπτογραφημένες, εξασφαλίζοντας την εμπιστευτικότητα της διαδικασίας.
Στο σύστημα υποχρεούνται να διαβιβάζουν δεδομένα όλα τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα, περιλαμβανομένων των υποκαταστημάτων αλλοδαπών τραπεζών, καθώς και τα ιδρύματα πληρωμών και ηλεκτρονικού χρήματος που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα και είναι καταγεγραμμένα στο Μητρώο της Τράπεζας της Ελλάδος.
Τα βήματα
Με την έκδοση εντολής ελέγχου, το αίτημα προωθείται αυτομάτως από την ΑΑΔΕ μέσω του κόμβου ηλεκτρονικής διασύνδεσης και επικοινωνίας στα πιστωτικά ιδρύματα και σε όλα τα υπόχρεα πρόσωπα.
Οι υπόχρεοι θα πρέπει να απαντήσουν και να αποστείλουν τα αρχεία εντός δύο εργάσιμων ημερών, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που το αίτημα καταλαμβάνει ελεγχόμενο διάστημα μεγαλύτερο των πέντε ετών, οπότε και η αποστολή των αρχείων θα γίνεται εντός πέντε εργάσιμων ημερών.
Η επικοινωνία των αιτημάτων μεταξύ της ΑΑΔΕ και των υπόχρεων προσώπων πραγματοποιείται μέσω των υποδομών της «Τειρεσίας». Η πληροφορία που ανταλλάσσεται μέσω των καναλιών διαβίβασης της «Τειρεσίας Α.Ε.» αφορά τα στοιχεία των ελεγχόμενων.
Για την εξασφάλιση της εμπιστευτικότητας της διαδικασίας, όλα τα φορολογικά ή/και χρηματοοικονομικά δεδομένα που ανταλλάσσονται κρυπτογραφούνται.
Στο νέο σύστημα θα πρέπει να διαβιβάσουν δεδομένα τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένων και των υποκαταστημάτων αλλοδαπών πιστωτικών ιδρυμάτων, τα ιδρύματα πληρωμών, τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος, τα οποία δραστηριοποιούνται στην ελληνική επικράτεια, με ή χωρίς φυσική εγκατάσταση, και τηρούνται στο Μητρώο της Τράπεζας της Ελλάδας.
Τα στοιχεία που αποστέλλουν τραπεζικά και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα αφορούν:
-Καταθέσεις πρώτης ζήτησης και προθεσμιακές
-Χορηγήσεις
-Επενδυτικούς λογαριασμούς με παντός είδους χαρτοφυλάκια επενδυτικών προϊόντων και αξιογράφων, όπως αμοιβαία κεφάλαια, ομόλογα, μετοχές, τραπεζοασφάλιστρα, παράγωγα, Repos κ.λπ.
-Πιστωτικές κάρτες
-Τραπεζικές θυρίδες
-Λογαριασμούς Πληρωμών
-Προπληρωμένες Κάρτες
-Ηλεκτρονικά πορτοφόλια.