Οι Άμεσες Ξένες Επενδύσεις (Foreign Direct Investment) στην Ελλάδα αυξήθηκαν κατά 393,80 εκατ. ευρώ τον Σεπτέμβριο του 2024, γεγονός που διατηρεί τα φετινά επίπεδα υψηλά πάνω από τον μακροπρόθεσμο μέσο όρο. Οι ΑΞΕ στην Ελλάδα ανήλθαν κατά μέσο όρο σε 210,57 εκατομμύρια ευρώ από το 2000 έως το 2024. Με εξαγορές όπως η ελληνική BETA CAE Systems από την Canadian Cadence φέτος φαίνεται, σύμφωνα με την ανάλυση του Ozios broker, ότι η Ελλάδα επιβεβαιώνει τη σταθερά αναπτυσσόμενη πορεία με στόχο να γίνει ένας από τους ελκυστικότερους προορισμούς για ξένες επενδύσεις.
Πριν από λιγότερο από μια δεκαετία, η Ελλάδα βρέθηκε στο χείλος της οικονομικής κατάρρευσης, ενώ έπαυσε να ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις της και χωρίς τη βοήθεια διεθνών θεσμών όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση ή το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δημιουργώντας ένα τεράστιο χρέος. Ωστόσο, η σημερινή κατάσταση της χώρας είναι πολύ καλύτερη και φαίνεται ότι η Ελλάδα μπορεί να αποτελέσει και πάλι ελκυστικό προορισμό για ξένες επενδύσεις.
Η μετάβαση της ελληνικής οικονομίας από ένα «μελανό σημείο» της ευρωζώνης σε έναν πολλά υποσχόμενο επενδυτικό κόμβο κερδίζει δυναμική. Η απήχηση της χώρας στο παγκόσμιο κεφάλαιο αυξάνεται, ενώ οι εγχώριες επενδύσεις βρίσκονται επίσης σε κίνηση. Τόσο ξένοι όσο και εγχώριοι επενδυτές εκμεταλλεύονται τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, εγκαινιάζοντας ένα κύμα σημαντικών συμφωνιών σε διάφορους τομείς όπως ο τραπεζικός, η ενέργεια, η τεχνολογία, τα τρόφιμα, τα logistics και ο τουρισμός.
Οι ξένοι επενδυτές ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για εταιρείες με ισχυρό δυναμικό και εξειδικευμένη τεχνογνωσία. Μπορούμε να αναφέρουμε παραδείγματα όπως η εξαγορά της ελληνικής BETA CAE Systems από την Canadian Cadence για το εντυπωσιακό ποσό των 1,24 δισεκατομμυρίων ευρώ, αναδεικνύοντας τη γοητεία των ελληνικών hi-tech εταιρειών.
Η επενδυτική δραστηριότητα είναι αισθητή σε ελληνικά ιδρύματα όπως η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, η Τράπεζα Πειραιώς, η Alpha Bank και η Metlen (παλαιότερα γνωστή ως Μυτιληναίος), όπου οι επενδυτικές τοποθετήσεις έχουν μετατραπεί σε υπόθεση πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων, προσελκύοντας πρωτοφανές ξένο ενδιαφέρον.
Η εισροή άμεσων ξένων επενδύσεων αυξήθηκε σταθερά από το 2016, όπως επιβεβαιώνεται και από την ανάλυση της Deloitte. Οι ΑΞΕ κορυφώθηκαν το 2022 σε επίπεδο άνω των 8 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Είναι προφανές ότι η Ελλάδα έχει ακόμη να κάνει πολλά βήματα αλλά έχει κάνει και πολλά από τα «καθήκοντά» της. Τα μεγαλύτερα οικονομικά προβλήματα της Ελλάδας τουλάχιστον από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και του 2009 περιλαμβάνουν την υψηλή ανεργία και την εκτίναξη του δημόσιου χρέους. Αυξήθηκε από περίπου 100 τοις εκατό του ΑΕΠ το 2007 σε 175 τοις εκατό τέσσερα χρόνια αργότερα. Κατά την ίδια περίοδο, η ανεργία αυξήθηκε από περίπου 8 τοις εκατό σε περίπου 20 τοις εκατό, με αποκορύφωμα το άνω του 28 τοις εκατό στο τέλος του 2013. Η ελληνική κυβέρνηση ουσιαστικά δεν ήταν σε θέση να δανειστεί στην χρηματοπιστωτική αγορά καθώς οι πιστωτές έχασαν την εμπιστοσύνη τους στην ικανότητα της Ελλάδας να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της.
Τα επόμενα χρόνια, η Ελλάδα χρειάστηκε να υιοθετήσει μια σειρά μεταρρυθμίσεων με στόχο τη σταθεροποίηση του επιπέδου του δημόσιου χρέους, την έναρξη της οικονομικής ανάπτυξης και τη δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων στα δημόσια οικονομικά. Κατ’ αρχήν, αυτό ήταν επιτυχές μέχρι το 2020, όταν η ελληνική οικονομία (όπως και οι οικονομίες της συντριπτικής πλειονότητας του κόσμου) χτυπήθηκαν από την πανδημία του Covid-19.
Το 2020, το επίπεδο του δημόσιου χρέους ξεπέρασε το 200% του ΑΕΠ και οι οικονομικές επιδόσεις μειώθηκαν σημαντικά. Η Ελλάδα φαινόταν να έχει επιστρέψει στα προβλήματα που αντιμετώπιζε μια δεκαετία νωρίτερα αλλά με το τέλος της πανδημίας μπόρεσε να συνεχίσει την πορεία της προς τη σταθερότητα.
Ήδη το επόμενο έτος, το δημόσιο χρέος έπεσε κάτω από το 195% του ΑΕΠ και η σχετικά γρήγορη μείωσή του συνεχίστηκε το 2022 και το 2023, όταν έφτασε σε επίπεδο συγκρίσιμο με το 2012, δηλαδή περίπου στο 160% του ΑΕΠ.
Φέτος, η αναλογία του δημόσιου χρέους της Ελλάδας προς το ΑΕΠ αναμένεται να συνεχίσει να μειώνεται. Σύμφωνα με τις τρέχουσες μακροοικονομικές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το δημόσιο χρέος θα φτάσει το 153,1 τοις εκατό του ΑΕΠ και μέχρι το τέλος του 2026 αναμένεται να σημειωθεί πτώση άνω των δέκα ποσοστιαίων μονάδων. Οι ελληνικοί δημόσιοι προϋπολογισμοί αναμένεται να ολοκληρωθούν φέτος με μέτριο έλλειμμα της τάξης του 0,6% του ΑΕΠ, το επόμενο έτος σε έλλειμμα 0,1% του ΑΕΠ, αλλά το 2026 θα πρέπει να παρουσιάσουν ήδη πλεόνασμα 0,2%.
Η οικονομική ανάπτυξη στην Ελλάδα αναμένεται να ξεπεράσει το 2% ετησίως για το τρέχον έτος, το 2024 και το 2026, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ο μέσος ετήσιος ρυθμός πληθωρισμού προβλέπεται να διαμορφωθεί στο 3% φέτος, να μειωθεί στο 2,4% το επόμενο έτος και να υποχωρήσει περαιτέρω στο 1,9% το 2026.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προσθέτει: «Η ελληνική οικονομία σημείωσε σταθερή ανάπτυξη 2,1% σε ετήσια βάση το πρώτο εξάμηνο του 2024, βασιζόμενη κυρίως στην εγχώρια ζήτηση ενώ οι καθαρές εξαγωγές επιβραδύνουν την ανάπτυξη. Μετά τις αυξήσεις του κατώτατου μισθού, η ιδιωτική κατανάλωση επωφελήθηκε από τη σχετικά ταχύτερη αύξηση των μισθών για τα νοικοκυριά με χαμηλότερο εισόδημα που τείνουν να έχουν μεγαλύτερη τάση για κατανάλωση. Οι επενδύσεις σε εξοπλισμό επιταχύνθηκαν παράλληλα με την έντονη ανάκαμψη της εταιρικής πιστωτικής επέκτασης, ενώ η άνοδος των εισαγωγών που συνοδεύτηκε από υποτονική αύξηση των εξαγωγών προκάλεσε μείωση των καθαρών εξαγωγών. Χάρη στην ισχυρή εγχώρια ζήτηση, η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ αναμένεται να είναι κατά μέσο όρο 2,1% το 2024».
Ο δείκτης ανεργίας αναμένεται επίσης να παρουσιάσει θετική εξέλιξη. Θα μειωθεί από το τρέχον επίπεδο, που ξεπερνά το δέκα τοις εκατό, στο 9,8% το επόμενο έτος και στο 9,2% το 2026.
Συμπερασματικά, η ελληνική οικονομία κινείται σταθερά όχι μόνο προς την επίτευξη σταθερότητας, αλλά και προς μια ουσιαστική ανάκαμψη από τα προβλήματα χρέους. Αυτή η εξέλιξη μπορεί να λειτουργήσει ως καθοριστικός παράγοντας για την προσέλκυση ξένων επενδυτών, ενισχύοντας την εμπιστοσύνη τους και προτρέποντάς τους να επανατοποθετηθούν δυναμικά στην ελληνική αγορά.