23 Δεκεμβρίου, 2024
Οδός Επενδύσεων 123, Αθήνα, 10558
Διεθνείς Αγορές

Scope Ratings: Στο 150,5% του ΑΕΠ η πτώση του χρέους, έως το τέλος 2024 – Οι θετικές προοπτικές αξιολόγησης

Η Scope Ratings επισημαίνει τις θετικές προοπτικές για τις αξιολογήσεις BBB- της Ελλάδας

Ο δείκτης χρέους της γενικής κυβέρνησης της Ελλάδας θα μειωθεί στο 150,5% του ΑΕΠ έως το τέλος του 2024 και στο 132,8% έως το 2029, από το υψηλό του 207% το 2020, εκτιμά ο οίκος αξιολόγησης Scope Ratings. Εάν επιτευχθεί αυτό, τότε ο δείκτης δημόσιου χρέους της Ελλάδα θα είναι ο χαμηλότερος από τις αρχές της ελληνικής κρίσης το 2009 και χαμηλότερα από τον δείκτη χρέους της Ιταλίας (με υψηλότερη αξιολόγηση BBB+) έως το 2027.

Οι προβλέψεις του οίκου λαμβάνουν υπόψη μια αναμενόμενη πρόωρη αποπληρωμή φέτος ύψους 7,9 δισ. ευρώ στην Ελλάδα από τα προγράμματα διάσωσης του παρελθόντος που λήγουν το 2026, το 2027 και το 2028. «Η διαρκής μείωση του ελληνικού δημόσιου χρέους υποστηρίζει την ευνοϊκή τροχιά των αξιολογήσεων», όπως αναφέρει σε ανάλυσή τους ο υπεύθυνος της Scope για τις αξιολογήσεις της Ελλάδας, Dennis Shen.

Οι προβλέψεις της Scope για τα επίπεδα του δημόσιου χρέους προϋποθέτουν ανάπτυξης κατά 2,4% για το τρέχον έτος και 1,9% για το 2025, ελαφρώς αναθεωρημένη προς τα πάνω από τις εκτιμήσεις του Ιουλίου. Αν υλοποιηθεί, η οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας, θα ξεπεράσει την Ευρωζώνη, η οποία εκτιμάται στο 1% περίπου για φέτος και 1,5% το 2025. Η αναπτυξιακή δυναμική της Ελλάδας που υπερβαίνει την τάση τροφοδοτήθηκε από τα ισχυρά έσοδα από τον τουρισμό, την εύρωστη ιδιωτική κατανάλωση (αξιοποιώντας τις εναπομείνασες αποταμιεύσεις από την πανδημική κρίση) και τις καλύτερες επενδύσεις λόγω της ενισχυμένης εμπιστοσύνης των επενδυτών. Η μέση εκτίμηση της Scope για την ανάπτυξη διαμορφώνεται στο 1,4% από το 2026 έως το 2029 υποθέοτντας ότι δεν θα υπάρξει ουσιαστική κρίση έως το 2029 και ότι δεν θα υπάρξει ύφεση σε αυτόν τον ορίζοντα.

«Εάν υλοποιηθούν, η οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας θα ξεπεράσει εκείνη της ζώνης του ευρώ, την οποία εκτιμούμε σε περίπου 1,0% για φέτος και 1,5% το 2025. Η πρόσφατη ανάπτυξη πάνω από την τάση για την Ελλάδα τροφοδοτήθηκε από τα ισχυρά έσοδα από τον τουρισμό, την εύρωστη ιδιωτική κατανάλωση (αξιοποιώντας τις εναπομείνασες αποταμιεύσεις από την πανδημική κρίση) και τις καλύτερες επενδύσεις λόγω της ενισχυμένης εμπιστοσύνης των επενδυτών. Η μέση εκτίμησή μας για ανάπτυξη 1,4% από το 2026 έως το 2029 υποθέτει αισιόδοξα ότι δεν θα υπάρξει ουσιαστική κρίση έως το 2029 και ότι δεν θα υπάρξει ετήσια ύφεση σε αυτόν τον ορίζοντα.

 Η Ελλάδα έχει διατηρήσει την πρόοδο στις μεταρρυθμίσεις και τις επενδύσεις του προγράμματος “Ελλάδα 2.0”, του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της ΕΕ. Ενώ οι επενδύσεις σήμερα είναι υψηλότερες από ότι πριν από την πανδημία, παραμένουν χαμηλές, μόλις στο 14% της παραγωγής του έτους έως το δεύτερο τρίμηνο του 2024. Αυτό είναι κάτω από τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ που είναι 21%. Η ενίσχυση της ευελιξίας της αγοράς εργασίας παραμένει προτεραιότητα. Η ανεργία είχε μειωθεί στο 9,5% του ενεργού εργατικού δυναμικού μέχρι τον Αύγουστο του τρέχοντος έτους, από τις μέγιστες τιμές του Ιουνίου του 2020 που ήταν 20,4%. Αν και η ανεργία βρίσκεται κοντά στο χαμηλότερο επίπεδό της από το 2009, παραμένει σημαντικά υψηλότερη από τον μέσο όρο της ΕΕ που είναι 5,9%. Βλέπουμε την ελληνική ανεργία να διαμορφώνεται κατά μέσο όρο στο 10,0% φέτος και στο 9,6% το 2025», συνεχίζει ο οίκος.

Οι ελληνικές τράπεζες έχουν σημειώσει περαιτέρω πρόοδο στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ). Τα ενοποιημένα μη εξυπηρετούμενα δάνεια σε επίπεδο συστήματος είχαν μειωθεί στο 6,9% τον Ιούνιο του τρέχοντος έτους από 49,1% τον Ιούνιο του 2017, αν και ο δείκτης παραμένει πάνω από το 1,9% του μέσου όρου της ΕΕ.

«Αναμένουμε ότι τα ελληνικά μη εξυπηρετούμενα δάνεια θα συνεχίσουν να μειώνονται, καθώς οι τράπεζες παραμένουν προσηλωμένες στην περαιτέρω εξυγίανση των ισολογισμών τους. Οι σημαντικές συμμετοχές των τραπεζών σε εγχώρια κρατικά ομόλογα και οι κρατικές εγγυήσεις στο πλαίσιο του προγράμματος τιτλοποίησης Ηρακλής ενισχύουν τη σχέση κράτους-τραπεζών. Αυτό εξακολουθεί να αποτελεί πιστωτικό πρόβλημα, αν και οι διασυνδέσεις έχουν μειωθεί καθώς η κυβέρνηση αποχωρεί από τις συμμετοχές της στις τράπεζες. Το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) ολοκλήρωσε πρόσφατα την πώληση το 10% της συμμετοχής του στην Εθνική Τράπεζα μέσω δημόσιας προσφοράς μετοχών. Το ΤΧΣ αναμένει να μεταβιβάσει το τελικό 8,4% στο κρατικό επενδυτικό ταμείο. Το ΤΧΣ πούλησε το τελικό 8,9781% της συμμετοχής του στην Alpha Services and Holdings στην UniCredit τον Νοέμβριο του περασμένου έτους και πούλησε το τελικό 27% της συμμετοχής του στην Τράπεζα Πειραιώς τον Μάρτιο του τρέχοντος έτους. Η εναπομένουσα συμμετοχή του είναι το 72,5% της μικρότερης Attica Bank», υπογραμμίζει ο Dennis Shen.

Προκλήσεις για την πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδας

«Επιβεβαιώσαμε τον Ιούλιο την αξιολόγηση της Ελλάδας σε επενδυτική βαθμίδα BBB- και αλλάξαμε την προοπτική σε θετική από σταθερή για να λάβουμε υπόψη τις ευνοϊκές εξελίξεις. Παρόλα αυτά, η πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδας εξακολουθεί να αντιμετωπίζει προκλήσεις λόγω του αυξημένου δείκτη δημόσιου χρέους της, ο οποίος είναι ο δεύτερος υψηλότερος από τα 40 κράτη με δημόσια αξιολόγηση του Scope μετά την Ιαπωνία. Καθώς η Ελλάδα χρηματοδοτείται από τις αγορές και αποπληρώνει νωρίτερα τα δάνεια διάσωσης και καθώς η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα συνεχίζει την ποσοτική σύσφιξη, η δομή του χρέους της αποδυναμώνεται σταδιακά. Οι καθαρές πληρωμές τόκων αυξάνονται καθώς το κράτος αναχρηματοδοτείται μέσω ακριβότερων εκδόσεων στην αγορά, από 6,3% των εσόδων φέτος σε προβλεπόμενο 7,9% έως το 2029. Η μακρά σταθμισμένη μέση διάρκεια του χρέους των 19,2 ετών επίσης μειώνεται σταδιακά. Η επόμενη προγραμματισμένη δημοσίευσή μας σχετικά με την αξιολόγηση του ελληνικού δημοσίου αναμένεται στις 6 Δεκεμβρίου του τρέχοντος έτους», καταλήγει ο οίκος.

 
X