Μείωση κατά 90.256 του αριθμού των οφειλετών (φυσικά και νομικά πρόσωπα) σε σχέση με Ιανουάριο του 2024 με αποτέλεσμα να διαμορφώνεται στους 3.841.369 οφειλέτες. Η μείωση προέρχεται από τις χαμηλότερες κατηγορίες οφειλής (μέχρι 500 ευρώ), με τον αριθμό των μικροοφειλετών να λιγοστεύει κατά 116.474 πρόσωπα. Αύξηση του αριθμού των οφειλετών καταγράφεται σε υψηλότερες οφειλές, με τη μεγαλύτερη να εντοπίζεται στην κατηγορία μεταξύ 10.000 και 100.000 ευρώ (κατά 20.661 πρόσωπα). Η μείωση του αριθμού των οφειλετών στο εύρος οφειλής μέχρι 500 ευρώ συνοδεύεται από μείωση του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου σε ετήσια βάση κατά 17,2 εκατ. ευρώ συνολικά. Ωστόσο, το συνολικό ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο αυξάνεται στις υψηλότερες κατηγορίες οφειλής, με τη μεγαλύτερη αύξηση να εντοπίζεται σε οφειλές άνω του 1 εκατ. ευρώ (κατά 2 δισ. ευρώ). Οι οφειλές των φυσικών προσώπων αποτελούν το 38,5% του συνόλου, αγγίζοντας τα 42,5 δισ. ευρώ, ενώ των νομικών προσώπων διαμορφώνονται στα 68 δισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 61,5% του συνόλου. Το 97,9% των οφειλών κάτω των 50 ευρώ και το 87,9% των οφειλών κάτω των 10.000 ευρώ πηγάζει από τα φυσικά πρόσωπα. Στην κατηγορία ληξιπρόθεσμου υπολοίπου άνω του 1 εκατ. ευρώ τα νομικά πρόσωπα συμμετέχουν στις οφειλές κατά 69,5%, με το ληξιπρόθεσμο υπόλοιπό τους να αγγίζει στο τέλος του Ιανουαρίου του 2025 τα 58,6 δισ. ευρώ. Ο αριθμός των νομικών προσώπων που οφείλουν πάνω από 1 εκατ. ευρώ διαμορφώθηκε στα 6.060, αποτελώντας το 61,6% του πλήθους των οφειλετών σε αυτό το εύρος οφειλής. Η αύξηση των οφειλών στα 110,57 δις. ευρώ αποδίδεται κυρίως σε δύο παράγοντες: πρώτον, στις νέες ληξιπρόθεσμες οφειλές ύψους 8,6 δισ. ευρώ και δεύτερον, σε χρέη που βεβαιώθηκαν μεταγενέστερα το 2024 και φτάνουν τα 2,2 δισ. ευρώ. Ωστόσο, το 23,8% του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου, που αντιστοιχεί σε 26,3 δισ. ευρώ, χαρακτηρίζεται ως ανεπίδεκτο είσπραξης. Σε ότι αφορά την ποιοτική διάρθρωση το 60,6%, δηλαδή 51,1 δισ. ευρώ προέρχεται από φορολογικές οφειλές και ακολουθούν τα πρόστιμα με ποσοστό 29% και τα μη φορολογικά χρέη (όπως δάνεια και δικαστικά έξοδα) με 10,4%.