29 Μαρτίου, 2025
Οδός Επενδύσεων 123, Αθήνα, 10558
Διεθνείς Αγορές

ΕΒΕΠ – ΒΕΑ: Στη σωστή κατεύθυνση η αύξηση του κατώτατου μισθού – Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις αναμένουν στήριξη

Οι αυξήσεις του κατώτατου μισθού, αποτελούν ένα περίπλοκο ζήτημα για τις ΜμΕ, οι οποίες προσπαθούν να ισορροπήσουν μεταξύ της βιωσιμότητάς τους, της ικανοποίησης των αναγκών των εργαζομένων τους και της διατήρησης του διαθέσιμου εισοδήματος

Στην σωστή κατεύθυνση είναι η αύξηση του κατώτατου μισθού σύμφωνα με τον επιχειρηματικό κόσμο αλλά «κάθε ετήσια αύξηση του μισθού θα πρέπει να συνοδεύεται με μία λελογισμένη ποσοστιαία μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και άμεσων φόρων, εάν θέλομε πράγματι να διατηρήσουμε την ικανότητα των επιχειρήσεων να προσλαμβάνουν νέους εργαζόμενους και να αμείβουν αξιοπρεπώς τις δεξιότητες» όπως επισημαίνει σε δήλωσή του, ο πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς, Βασίλης Κορκίδης.

Από την πλευρά του και ο πρόεδρος του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Αθήνας, Κωνσταντίνος Δαμίγος, υπογραμμίζει ότι οι μικρομεσαίοι παραμένουν σε αναμονή για μέτρα στήριξης.

Συγκεκριμένα, σε δήλωσή του, ο πρόεδρος του ΕΒΕΠ, Βασίλης Κορκίδης ανέφερε για τον κατώτατο μισθό μιλώντας στην ERT News:

«Ο κατώτατος μισθός μετά την πέμπτη κατά σειρά αύξηση και μάλιστα με 6%, υπερδιπλάσια του ετήσιου πληθωρισμού, διαμορφώνεται το 2025 από τα 830 στα 880 ευρώ ή από τα 910 στα 968 ευρώ, με βάση τους 14 μισθούς. Παρά το γεγονός πως στη περίπτωση του καθορισμού του κατώτατου μισθού ισχύει το ‘άλλος κερνάει, βλέπε κυβέρνηση, άλλος πληρώνει, βλέπε επιχειρήσεις και άλλος χαίρεται, βλέπε μισθωτούς’, θεωρώ πως η αύξηση που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός είναι μέσα στα πλαίσια των εργοδοτικών δυνατοτήτων μας. Με δεδομένο ότι η οικονομία είναι κυκλική, η αύξηση της οικονομικής δυνατότητας των νοικοκυριών, πέρα των όλων άλλων, θα συμβάλει στην ενδυνάμωση της κινητικότητας τη αγοράς. Το εισόδημα των μισθωτών είναι το ‘καύσιμο’ για την αγορά που καθορίζει τη ‘ροπή κατανάλωσης, αλλά ταυτόχρονα και σημαντική επιπλέον φορολογητέα ύλη, που αναμένεται να αυξήσει τα φορολογικά έσοδα πάνω από 1 δισ. ευρώ. Πιστεύω λοιπόν πως, ως αντιστάθμισμα, κάθε ετήσια αύξηση του μισθού θα πρέπει να συνοδεύεται με μία λελογισμένη ποσοστιαία μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και άμεσων φόρων, εάν θέλομε πράγματι να διατηρήσουμε την ικανότητα των επιχειρήσεων να προσλαμβάνουν νέους εργαζόμενους και να αμείβουν αξιοπρεπώς τις δεξιότητες. Βεβαίως αυτό δεν ισχύει για τον δημόσιο τομέα, όπου με 12 μισθούς, αντί για 14 ετησίως και με 880 ευρώ μικτά ή 743 ευρώ καθαρά, δεν επαρκεί για να προσελκύσει εργαζόμενους, μέσω ΑΣΕΠ, δημιουργώντας προβλήματα υποστελέχωσης των δημόσιων υπηρεσιών. Σε μία χρονιά που βλέπουμε τον πληθωρισμό να επιμένει, τις γεωπολιτικές αναμετρήσεις να συνεχίζονται και τον εμπορικό πόλεμο να κλιμακώνεται, ο στόχος για 950 ευρώ κατώτατο μισθό και 1500 ευρώ μέσο μισθό μέχρι το 2027, μπορεί να μας δυσκολεύει, αλλά πρέπει να επιμείνουμε και να τα καταφέρουμε. Οι μικρομεσαίοι δεν ξεχνάμε πως το 2013 γυρίσαμε μισθολογικά στο 2005 με όλα τα επακόλουθα και μας πήρε 11 χρόνια για να επιστρέψουμε, το 2023, στα προ μνημονίων επίπεδα του κατώτατου μισθού. Ο κατώτατος μισθός αφορά μόνο σε περίπου 575.000 εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα και όλοι γνωρίζουμε πως δεν καθορίζει το διαθέσιμο εισόδημα, αλλά είναι ένα βασικό σημείο αναφοράς, αφού η αύξηση του συμπαρασύρει 18 επιδόματα και επηρεάζει καθοριστικά τριετίες, επιδόματα και τα δώρα όλων των εργαζομένων».

ΒΕΑ: Νέα ενίσχυση εισοδήματος κατά 50 ευρώ – Σε αναμονή παραμένουν οι μικρομεσαίοι για μέτρα στήριξης

Υπέρ της αύξησης των κατώτερων απολαβών στον ιδιωτικό και, για πρώτη φορά ταυτόχρονα, στο δημόσιο τομέα, στα 880 ευρώ, από την 1η Απριλίου, δηλώνει ότι τάσσεται το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Αθήνας.

Όπως υπογραμμίζεται σε ανακοίνωση του ΒΕΑ, η αύξηση είναι προς τη θετική κατεύθυνση για την ενίσχυση του μηνιαίου εισοδήματος και της αγοραστικής δύναμης των περίπου 600.000 χαμηλά αμειβόμενων ιδιωτικών υπαλλήλων, αλλά και 700.000 δημοσίων υπαλλήλων σε όλες τις βαθμίδες.

Το επιμελητήριο σε ανακοίνωσή του υπογραμμίζει και τα εξής: Ο κατώτατος μισθός, από το 2019, μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων, αυξήθηκε από τα 663 ευρώ στα 880 ευρώ μικτά, χρήματα που κλήθηκαν να καταβάλουν οι επιχειρήσεις ενισχύοντας την αγοραστική δύναμη των εργαζομένων τους, ενώ την ίδια στιγμή τα μέτρα που εφάρμοσε η κυβέρνηση για την ελάφρυνση του λειτουργικού και μη μισθολογικού τους κόστους, δεν ήταν αντίστοιχα.

Οι αυξήσεις του κατώτατου μισθού, αποτελούν ένα περίπλοκο ζήτημα για τις ΜμΕ, οι οποίες προσπαθούν να ισορροπήσουν μεταξύ της βιωσιμότητάς τους, της ικανοποίησης των αναγκών των εργαζομένων τους και της διατήρησης του διαθέσιμου εισοδήματος. Είναι προφανές ότι ο πληθωρισμός των τελευταίων ετών, αφενός έχει μειώσει δραματικά την κατανάλωση, άρα και τις πωλήσεις των ΜμΕ, αφετέρου έχει αυξήσει και το κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων, χωρίς αυτό να μπορούν εύκολα να το μετακυλήσουν στην αγορά.

Η υψηλή φορολογία με βάση το τεκμαρτό εισόδημα, το υψηλό μη μισθολογικό κόστος και οι συσσωρευμένες οφειλές του παρελθόντος, εξακολουθούν να αποτελούν «τροχοπέδη για την ανάπτυξη των βιοτεχνικών επιχειρήσεων», σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα που δημοσιοποίησε το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Αθήνας. Το 70% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους.

Η μηνιαία επιβάρυνση των επιχειρήσεων είναι πολλαπλάσια. Με την επερχόμενη αύξηση του κατώτατου μισθού από 01.04.2025 κατά 6% και με την υπάρχουσα μείωση των ποσοστών των ασφαλιστικών εισφορών από 01.01.2025, η μηνιαία επιβάρυνση των επιχειρήσεων για κάθε εργαζόμενο που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό, θα κυμανθεί στα 60,89 ευρώ – από 1.010,86 σε 1.071,75 ευρώ. Το κόστος μιας επιχείρησης που απασχολεί 5 εργαζομένους με τον κατώτατο μισθό, θα ανέρχεται σε επιπλέον 4.262,30 ευρώ, σε ετήσια βάση.

Ακόμη, η κυβέρνηση θα πρέπει να προχωρήσει σε αναθεώρηση της κλίμακας φορολόγησης, καθώς χιλιάδες εργαζόμενοι θα αλλάξουν βαθμίδα, με αποτέλεσμα να κληθούν να αποπληρώσουν υψηλότερη φορολογία. Ο φόρος για εισοδήματα έως και 10.000 ευρώ, διαμορφώνεται στο 9% και στη συνέχεια εκτοξεύεται στο 22% για εισοδήματα από 10.000,01 ευρώ και πάνω. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα η αύξηση που θα δοθεί, να μην μείνει στην τσέπη του εργαζόμενου – καταναλωτή, αλλά στα ταμεία της εφορίας.

Ο πρόεδρος του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Αθήνας, Κωνσταντίνος Δαμίγος επισημαίνει: «Η μείωση μόνο κατά μισή μονάδα των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών, με την έλευση της νέας χρονιάς έχει ήδη απορροφηθεί από την αύξηση της ενέργειας και των τιμών των πρώτων υλών. Είναι επιτακτική ανάγκη η επανεξέταση της άδικης τεκμαρτής φορολόγησης και ταυτόχρονα η επαναφορά ρύθμισης οφειλών σε έως 120 δόσεις, με ιδιαίτερη βαρύτητα στις οφειλές που δεν υπερβαίνουν τις 10.000 ευρώ.

Περιμένουμε από την κυβέρνηση, την υλοποίηση των παρεμβάσεων που έχει ανακοινώσει, όπως την περαιτέρω μείωση του μη μισθολογικού κόστους, τουλάχιστον μισή μονάδα για τις εργοδοτικές εισφορές, νωρίτερα (κι όχι το 2027), τον εξορθολογισμό των αυξήσεων στα δημοτικά τέλη, τη μείωση του ενεργειακού κόστους, προκειμένου να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων και να υπάρξει τόνωση της απασχόλησης».

X