Τα βασικά χαρακτηριστικά της εγχώριας αγοράς και που αποδίδεται η στασιμότητα του τελευταίου διαστήματος. Οι μεσο-μακροπρόθεσμες προοπτικές, η στάση των ξένων και η «νέα ποιότητα» στο ταμπλό.
Μια σειρά θετικών εξελίξεων που σε άλλες χρονικές περιόδους θα μπορούσε να επηρεάσει ανοδικά τις τιμές των ελληνικών μετοχών φαίνεται να έχει αφήσει αδιάφορο τον Γενικό Δείκτη του Χ.Α., που εδώ και μήνες κινείται σε ένα στενό εύρος.
Οι πρόσφατες άνετες υπερκαλύψεις των εκδόσεων σε Εθνική Τράπεζα και Cenergy -έστω κι αν πρόσκαιρα απορροφούν ρευστότητα από την αγορά- αποδεικνύουν ότι οι ξένοι θεσμικοί επενδυτές εξακολουθούν να πιστεύουν σε μια μεσο-μακροπρόθεσμη ανοδική προοπτική του Χ.Α., ενώ προς την ίδια κατεύθυνση κινούνται τόσο το περιεχόμενο των εκθέσεων των ξένων οίκων όσο και η πρόσφατη απόφαση του οίκου FTSE να εντάξει το ελληνικό χρηματιστήριο σε «λίστα παρακολούθησης» (watch list), για να αξιολογηθεί το αν θα μεταταχθεί στις αναπτυγμένες διεθνείς κεφαλαιαγορές. Άλλωστε, σε ανάλογη κίνηση είχε προχωρήσει τον Αύγουστο και ο S&P Dow Jones.
Με τον μέσο δείκτη P/E να βρίσκεται σήμερα πολύ χαμηλότερα σε σύγκριση με το 2019, με το spread των ελληνικών ομολόγων να έχει επιστρέψει στα προ κρίσης επίπεδα (κάτω από τις 100 μονάδες βάσης) και με τον Γιάννη Στουρνάρα να μιλά για ακόμη δύο μειώσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ μέχρι της λήξη της χρονιάς, οι περισσότεροι αναλυτές θεωρούν το Χ.Α. «υποτιμημένο».
Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, κανείς δεν παραγνωρίζει το ιδιαίτερα ασταθές διεθνές περιβάλλον, σε συνδυασμό με τις όποιες παρενέργειες θα μπορούσαν να προκύψουν από τη λιμνάζουσα ευρωπαϊκή οικονομία.
Μετά την περσινή πρώτη φάση της αποεπένδυσης του ΤΧΣ από την Εθνική Τράπεζα, η εγχώρια χρηματιστηριακή αγορά είχε πάρει φωτιά, κάτι που δεν επαναλήφθηκε φέτος, όταν ολοκληρώθηκε πρόσφατα η δεύτερη φάση αποχώρησης του Ταμείου από την ίδια τράπεζα, παρά την άνετη υπερκάλυψη τής ζήτησης και κόντρα στο υψηλό προφίλ των funds που συμμετείχαν.
Απαθές έμεινε το ταμπλό και στην απόφαση του FTSE-Russel να εντάξει το Χ.Α. στη λίστα παρακολούθησης προκειμένου να είναι υποψήφιο προς μετάταξη στις αναπτυγμένες διεθνείς κεφαλαιαγορές.
«Και οι δύο αυτές εξελίξεις, όπως επίσης οι αυξημένες προσδοκίες για μείωση των ευρωπαϊκών επιτοκίων- αναβαθμίζουν τις προοπτικές του Χ.Α. σε βάθος χρόνου και δεν είναι οι μόνες που έλαβαν χώρα τη φετινή χρονιά», υποστηρίζει γνωστός χρηματιστηριακός παράγοντας.
Συμπληρώνει ωστόσο πως «εδώ και κάποιους μήνες το Χ.Α. φαίνεται είτε να μην αξιολογεί τις θετικές ειδήσεις, είτε να περιμένει κάποιες εξελίξεις πριν δοθεί η εντολή για μεγάλες αγορές. Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον, οι αισιόδοξοι είναι χαρούμενοι γιατί τους δίνεται η χρονική ευχέρεια να χτίσουν θέσεις στα επίπεδα τιμών που επιθυμούν και πολλοί από τους υπόλοιπους φοβούνται πως κάτι κακό βρίσκεται μπροστά μας, που ενδεχομένως να το ξέρουμε, ενδεχομένως και όχι» (π.χ. επιπτώσεις στην οικονομία και στις επιχειρήσεις σε περίπτωση γενίκευσης του πολέμου στη Μέση Ανατολή).
Κατά την τελευταία πενταετία (από Οκτώβριο 2019), ο Γενικός Δείκτης του Χ.Α. έχει ανέβει 71,7%, με όλες τις κατηγορίες των μετοχών να έχουν συμμετάσχει στο ράλι: +67,6% για τον δείκτη υψηλής κεφαλαιοποίησης, +61,4% για τις τράπεζες και +95,6% για τα «μεσαία χαρτιά».
Παρ’ όλα αυτά, ο μέσος δείκτης P/E βρίσκεται σήμερα σε πολύ χαμηλότερο (άρα ελκυστικότερο) επίπεδο σε σύγκριση με το 2019 και αυτό γιατί τα εταιρικά κέρδη έχουν καταγράψει πολλαπλάσιο ποσοστό ανόδου κατά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Αυτό συνέβη όχι μόνο εξαιτίας των πολύ καλύτερων επιδόσεων των τραπεζών, αλλά και εξαιτίας της δραστικής βελτίωσης που σημείωσαν τα αποτελέσματα των υπόλοιπων κλάδων.
Συγκεκριμένα, αν και τα εταιρικά αποτελέσματα δεν είναι απόλυτα συγκρίσιμα από έτος σε έτος (διαφοροποιείται ο αριθμός και η σύνθεση των εισηγμένων εταιρειών) θα μπορούσαμε να πούμε ότι, ενώ το 2018 τα κέρδη των μη τραπεζικών εισηγμένων είχαν διαμορφωθεί κοντά στο 1,4 δισ. ευρώ και το 2019 γύρω στα 700 εκατ. ευρώ (κυρίως λόγω των ζημιών της ΔΕΗ), το 2022 εκτινάχθηκαν στα 5,4 δισ. ευρώ και το 2023 γύρω στα 6,5 δισ. ευρώ!
Όσο για το φετινό πρώτο εξάμηνο, οι μη τραπεζικές εισηγμένες κατέγραψαν αύξηση κερδών γύρω στο 15% και οι τραπεζικές ακόμη πιο μεγάλη. Όσο κι αν για το δεύτερο φετινό εξάμηνο προβλέπεται κάποια κόπωση στην «κάτω γραμμή» των λογιστικών καταστάσεων, όλα δείχνουν πως τα εταιρικά αποτελέσματα θα ξεπεράσουν τα περσινά.
Κατά τον ίδιο τρόπο, από το 2019 έως σήμερα έχει αυξηθεί κατά πολύ η μέση μερισματική απόδοση των ελληνικών μετοχών (το σύνολο των χρηματικών διανομών από το 1,3 δισ. του 2018, τα 2,2 δισ. του 2019, το 1,8 δισ. του 2020 και τα 2,34 δισ. του 2022, φέτος θα ξεπεράσει τα 4 δισ. ευρώ (πάνω από +82% σε σχέση με το 2019 και πάνω από +122% σε σύγκριση με το 2020).